- ρυπαρογράφος
- ο1) пасквилянт; 2) человек, занимающийся порнографией
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρυπαρογράφος — ο, η / ῥυπαρογράφος, ὁ, ΝΑ νεοελλ. συγγραφέας ρυπαρογραφημάτων αρχ. ζωγράφος ποταπών και μηδαμινών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + γράφος*] … Dictionary of Greek
ρυπαρογράφος — ο, η ο συγγραφέας ρυπαρογραφημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
RHOPOGRAPHI — Graece Ῥωπογράφοι, dicebantur olim, qui belluas, arbores, homines; insuper, antra, portus et alia id genus, variaque et minuta opere topiariô exprimebant, Ρ῾ῶπος enim varia et minuta merces est, ut infra videbimus. Inde Ρ῾ωπογραφία ripulae, apud… … Hofmann J. Lexicon universale
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ρυπαρογραφία — η / ῥυπαρογραφία, ΝΜ [ῥυπαρογράφος] νεοελλ. 1. η συγγραφή ρυπαρογραφημάτων 2. το ρυπαρογράφημα μσν. το ζωγράφισμα ποταπών και μηδαμινών πραγμάτων … Dictionary of Greek
ρυπαρογραφώ — έω, Ν [ρυπαρογράφος] γράφω και δημοσιεύω ρυπαρογραφήματα … Dictionary of Greek